Δείτε επίσης: perpetration

  Ετυμολογία

επεξεργασία
perpétration < λατινική perpetratio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɛʁ.pe.tʁa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
perpétration perpétrations

perpétration (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία