ενικός         πληθυντικός  
perniciosité perniciosités

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

perniciosité (fr) θηλυκό

  1. (λογοτεχνικό) ο χαρακτήρας ενός ηθικά επιζήμιου ατόμου
  2. (ιατρική) η κακοήθεια μιας ασθένειας

Συγγενικά

επεξεργασία