perlier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- perlier < perle
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | perlier | perliers |
θηλυκό | perlière | perlières |
perlier (fr)
- σχετικός με τα μαργαριτάρια
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | perlier | perliers |
θηλυκό | perlière | perlières |
perlier (fr)