perdable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- perdable < perdre
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
perdable | perdables |
perdable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να χαθεί
ενικός | πληθυντικός |
perdable | perdables |
perdable (fr) αρσενικό ή θηλυκό