Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pelvigraphie < pelvis + -graphie

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pelvigraphie pelvigraphies

pelvigraphie (fr) θηλυκό