peddle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | peddle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | peddles |
αόριστος | peddled |
παθητική μετοχή | peddled |
ενεργητική μετοχή | peddling |
Ρήμα
επεξεργασίαpeddle (en)
- πουλώ πόρτα πόρτα ως πλασιέ ή γυρολόγος πραματευτής
- (μεταφορικά) είμαι ενοχλητικός
Εκφράσεις
επεξεργασία- go peddle your papers: μη με ζαλίζεις