Δείτε επίσης: paddle

Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας peddle
γ΄ ενικό ενεστώτα peddles
αόριστος peddled
παθητική μετοχή peddled
ενεργητική μετοχή peddling

  Ρήμα επεξεργασία

peddle (en)

  1. πουλώ πόρτα πόρτα ως πλασιέ ή γυρολόγος πραματευτής
  2. (μεταφορικά) είμαι ενοχλητικός

Εκφράσεις επεξεργασία

  • go peddle your papers: μη με ζαλίζεις