paddle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpaddle (en)
- κουπί για κανό ή καγιάκ
- μαγειρικό σκεύος σε σχήμα κουπιού
- η ρακέτα του πινγκ πονγκ
Ρήμα
επεξεργασίαpaddle (en)
- (μεταβατικό) κινώ ένα πλεούμενο κωπηλατώντας
- (αμετάβατο) περπατάω και τσαλαβουτώ για παιχνίδι στην ακρογιαλιά