pedal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pedal | pedals |
pedal (en)
- το πεντάλ, πετάλι
- (μουσική) το πεντάλ μουσικού οργάνου
- (μουσική) η πεντάλ, τo ισοκράτημα στη δυτική πολυφωνία
Εκφράσεις
επεξεργασία- brake pedal
- pedal curve (γεωμετρία)
- pedalo
Μουσικοί όροι:
- pedal point (η πεντάλ, θηλυκό)
- soft pedal
- sostenuto pedal
- sustain pedal (damper pedal)