Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pavillon pavillons

pavillon (fr) αρσενικό

  1. σημαία
  2. μονοκατοικία
  3. παβιγιόν
  4. πτερύγιο ωτός