Ετυμολογία

επεξεργασία
(µετοχή) → δείτε τη λέξη paver
(ουσιαστικό) λατινική pavimentum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ve/
 

pavé (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pavé pavés

pavé (fr) αρσενικό