patriarcal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | patriarcal | patriarcaux |
θηλυκό | patriarcale | patriarcales |
Επίθετο
επεξεργασίαpatriarcal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | patriarcal | patriarcaux |
θηλυκό | patriarcale | patriarcales |
patriarcal (fr)