Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pastiera pastiere

pastiera (it)

  1. γλυκό, τοπικό της Νάπολης


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pastiera

  1. γλυκό, τοπικό της Νάπολης