Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
passphrase passphrases

  Ετυμολογία επεξεργασία

passphrase < pass + phrase

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

passphrase (en)

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία