passerby
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
passerby | passersby |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpasserby (en)
- ο περαστικός, ο διαβάτης
- ↪ The flowerpot fell from the balcony and landed on the head of the unsuspecting passerby.
- Η γλάστρα έπεσε από το μπαλκόνι και προσγειώθηκε στο κεφάλι του ανύποπτου περαστικού.
- ↪ The flowerpot fell from the balcony and landed on the head of the unsuspecting passerby.