Ετυμολογία

επεξεργασία
passation < pass(er) + -ation

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.sa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
passation passations

passation (fr) θηλυκό

  1. (λόγιο) η πράξη ή το αποτέλεσμα του περνώ
  2. (νομικός όρος) σύνταξη συμβολαίου
  3. passation d'écriture - η εγγραφή μιας πράξης σε λογιστικό βιβλίο
  4. passation des pouvoirs - η μεταφορά ενός αξιώματος σε κάποιον άλλο