passé simple
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
passé simple | passés simples |
passé simple (fr) αρσενικό
- (γραμματική) ο αόριστος
Σημειώσεις
επεξεργασία- Ο χρόνος passé simple χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία ή, γενικότερα, στον επίσημο γραπτό λόγο. Αντ' αυτού, στην καθομιλουμένη, χρησιμοποιείται ο « παρακείμενος » (passé composé).