parochial
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- parochial < αγγλονορμανδικό parochial < υστερολατινικό parochialis / λατινική paroecialis < paroecia < (ελληνιστική κοινή) παροικία < αρχαία ελληνική πάροικος
Επίθετο επεξεργασία
parochial (en)