pare-chocs
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
pare-chocs | pare-chocs |
pare-chocs (fr) αρσενικό
- ο προφυλακτήρας (αυτοκινήτου, κλπ.)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pare-chocs | pare-chocs |
pare-chocs (fr) αρσενικό