Ετυμολογία

επεξεργασία

pantoufle < ιταλική pantofola

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɑ̃.tufl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pantoufle pantoufles

pantoufle (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία