pantographique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pantographique | pantographiques |
Επίθετο
επεξεργασίαpantographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που γίνεται με παντογράφο
ενικός | πληθυντικός |
pantographique | pantographiques |
pantographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό