Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

panmixia < νεολατινική < αρχαία ελληνική πᾶς + μίξις/μεῖξις + -ia

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /panˈmɪksɪə/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

panmixia (en) (μόνο ενικός)