μεῖξις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μεῖξῐς | αἱ | μείξεις |
γενική | τῆς | μείξεως | τῶν | μείξεων |
δοτική | τῇ | μείξει | ταῖς | μείξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | μεῖξῐν | τὰς | μείξεις |
κλητική ὦ! | μεῖξῐ | μείξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μείξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μειξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεῖξις < θέμα *μιγ- (μεταπτωτική βαθμίδα του *μ(ε)ιγ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meyḱ- / *meyǵ-[1] απ' όπου και μείγνυμι/μειγνύω (και μίγνυμι/μιγνύω) + -σις > -ξις [2]
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεῖξις, -εως και μῖξις, μίξις θηλυκό
- η ανάμειξη
Συγγενικά επεξεργασία
- μίγα (επίρρημα)
- μίγδα, μίγδην (επιρρήματα)
- μιγάζομαι ποιητικός τύπος του μίνγυμαι
- μιγάς
- μεικτέον / μικτέον
- μεικτός / μικτός
- μιγής
- μεῖγμα / μῖγμα
- συμμιγής
→ και δείτε τη λέξη *meyḱ-
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Proto-Indo-European/meyḱ- στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ «μίξη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- μῖξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεῖξις, μίξις, μῖξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.