Ετυμολογία

επεξεργασία
paleness < pale + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

paleness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η χλωμάδα
    ⮡  The paleness on his face suggested fear.
    Η χλωμάδα στο πρόσωπό του έδειχνε φόβο.