Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

paleness < pale + -ness

  Ουσιαστικό επεξεργασία

paleness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η χλωμάδα
    The paleness on his face suggested fear.
    Η χλωμάδα στο πρόσωπό του έδειχνε φόβο.

  Πηγές επεξεργασία