palatial
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | palatial | palatiaux |
θηλυκό | palatiale | palatiales |
Επίθετο
επεξεργασίαpalatial (fr)
- σχετικός με το κτήριο του παλατιού
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | palatial | palatiaux |
θηλυκό | palatiale | palatiales |
palatial (fr)