paléographique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.le.ɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
paléographique | paléographiques |
paléographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
paléographique | paléographiques |
paléographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό