périnéal
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | périnéal | périnéaux |
θηλυκό | périnéale | périnéales |
Επίθετο επεξεργασία
périnéal (fr)
- σχετικός με το περίνεο
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | périnéal | périnéaux |
θηλυκό | périnéale | périnéales |
périnéal (fr)