outsider
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
outsider | outsiders |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαoutsider (en)
- ο ξένος ή ο νεοεισερχόμενος, εκτός, αυτός που έρχεται από έξω, που δεν ανήκει σε μια κοινότητα ή οργανισμό ή εντάχθηκε πρόσφατα
- ⮡ They always considered him an outsider.
- Πάντα τον θεωρούσαν εκτός.
- ⮡ They always considered him an outsider.
- το αουτσάιντερ
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαoutsider (fr) αρσενικό