Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
outsider outsiders

  Ουσιαστικό επεξεργασία

outsider (en)

  1. ο ξένος ή ο νεοεισερχόμενος, εκτός, αυτός που έρχεται από έξω, που δεν ανήκει σε μια κοινότητα ή οργανισμό ή εντάχθηκε πρόσφατα
    They always considered him an outsider.
    Πάντα τον θεωρούσαν εκτός.
  2. το αουτσάιντερ

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

outsider (fr) αρσενικό