ενικός         πληθυντικός  
outcast outcasts

  Ετυμολογία

επεξεργασία
outcast < out- + cast

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

outcast (en)

  • ο απόβλητος, για ένα άτομο που δεν γίνεται αποδεκτό από την κοινωνία ή από μια συγκεκριμένη ομάδα
    ⮡  There should be no social outcasts.
    Δεν πρέπει να υπάρχουν κοινωνικά απόβλητα.