out of season
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαout of season (en)
- (ιδιωματισμός) εκτός εποχής
- ⮡ He has this obsession with buying fruits/vegetables out of season.
- Έχει τη μανία να ψωνίζει φρούτα/λαχανικά εκτός εποχής.
- ⮡ He has this obsession with buying fruits/vegetables out of season.