Ετυμολογία

επεξεργασία
osmium < (λόγιο δάνειο) νεολατινική osmium < αρχαία ελληνική ὀσμή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

osmium



  Ετυμολογία

επεξεργασία
osmium < (λόγιο δάνειο) νεολατινική osmium < ὀσμή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

osmium (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
osmium < νεολατινική osmium < ὀσμή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

osmium (fr) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
osmium < αρχαία ελληνική ὀσμή + -ium

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

osmium (la)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
osmium < νεολατινική osmium < ὀσμή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

osmium (cs) ουδέτερο