Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

osculor < osculum (=φιλί) < os (=στόμα) + -culus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈoːs.ku.lor/

  Ρήμα επεξεργασία

osculor (la) (αποθετικό ρήμα) (ōsculor1, ōsculātus sum, ōsculārī)

Κλίση επεξεργασία