orphéoniste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
orphéoniste | orphéonistes |
orphéoniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μέλος μιας φανφάρας, μιας φιλαρμονικής
ενικός | πληθυντικός |
orphéoniste | orphéonistes |
orphéoniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό