orologique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɔ.ʁɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
orologique | orologiques |
orologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
orologique | orologiques |
orologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό