opacifiant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | opacifiant | opacifiants |
θηλυκό | opacifiante | opacifiantes |
Επίθετο
επεξεργασίαopacifiant (fr)
- που καθιστά κάτι αδιαφανές
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | opacifiant | opacifiants |
θηλυκό | opacifiante | opacifiantes |
opacifiant (fr)