onusien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | onusien | onusiens |
θηλυκό | onusienne | onusiennes |
Επίθετο
επεξεργασίαonusien (fr)
- σχετικός με τον ΟΗΕ
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | onusien | onusiens |
θηλυκό | onusienne | onusiennes |
onusien (fr)