ενικός         πληθυντικός  
onglet onglets

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

onglet (fr) αρσενικό

  1. η εγκοπή
  2. (για λογισμικό) η καρτέλα

Συγγενικά

επεξεργασία