Δείτε επίσης: öl

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ol < γερμανική als

ol (eo)

estas pli da virinoj ol viroj en la nova kabineto
υπάρχουν περισσότερες γυναίκες παρά άντρες στο νέο υπουργικό συμβούλιο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ol (sl)