oiselle
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- oiselle < → δείτε τη λέξη oiseau
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
oiselle | oiselles |
oiselle (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
oiselle | oiselles |
oiselle (fr) θηλυκό