Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

oiselle < → δείτε τη λέξη oiseau

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /wa.zɛl/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
oiselle oiselles

oiselle (fr) θηλυκό