off guard
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαoff guard (en)
- (ιδιωματισμός) απροετοίμαστος, αμελέτητος, που δεν έχει προετοιμαστεί για κάτι δύσκολο ή επικίνδυνο
- ⮡ Your question is catching me off guard and I can’t answer.
- Η ερώτησή σου με βρίσκει απροετοίμαστο και δεν μπορώ να απαντήσω.
- ⮡ The government spokesperson was caught off guard by journalists.
- Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πιάστηκε αμελέτητος από τους δημοσιογράφους.
- ⮡ Your question is catching me off guard and I can’t answer.
Σημειώσεις
επεξεργασία- πιο συχνά με το ρήμα catch