Ουσιαστικό

επεξεργασία

odds (en) μόνο στον πληθυντικό

  1. (συνήθως the odds) η πιθανότητα, ο βαθμός στον οποίο είναι πιθανό να συμβεί κάτι
    The odds are in our favor/against us.
    Οι πιθανότητες είναι υπέρ/εναντίον μας.
    The odds are we win.
    Η πιθανότητα είναι ότι θα κερδίσουμε.
    What are the odds?
    Τι πιθανότητες υπάρχουν;
  2. η πιθανότητα, η δύναμη, κάτι που κάνει να φαίνεται αδύνατο να γίνει ή να επιτευχθεί κάτι
    I am fight against heavy odds.
    Αγωνίζομαι εναντίον πολύ υπέρτερων δυνάμεων.
  3. για στοίχημα, η σύνδεση μεταξύ δύο αριθμών που δείχνει πόσα χρήματα θα λάβει κάποιος εάν κερδίσει ένα στοίχημα
    The odds are ten to one.
    Το στοίχημα είναι δέκα προς ένα.
    I’ll put/lay odds at 20 to 1 that…
    Θα στοιχηματίσω 20 προς 1 ότι…
    long/short odds - μεγάλη/μικρή διαφορά σε στοίχημα

Εκφράσεις

επεξεργασία