Ετυμολογία

επεξεργασία
at odds < → δείτε τις λέξεις at και odds

  Έκφραση

επεξεργασία

at odds (en) (ιδιωματισμός)

  1. στα μαχαίρια, διαφωνώ με κάποιον για κάτι
    ⮡  They are always at odds.
    Είναι διαρκώς στα μαχαίρια.
    ⮡  I was at odds with him on/over several points.
    Διαφώνησα μαζί του σε πολλά σημεία.
  2. σε αντίθεση, είναι διαφορετικό από κάτι, όταν τα δύο πράγματα πρέπει να είναι ίδια
    ⮡  That is at odds with what you said yesterday.
    Αυτό βρίσκεται σε αντίθεση μ' αυτά που είπες χτες.
    ⮡  Your story is at odds with the facts.
    Η ιστορία σου βρίσκεται σε αντίθεση με τα γεγονότα.