at odds
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαat odds (en) (ιδιωματισμός)
- στα μαχαίρια, διαφωνώ με κάποιον για κάτι
- ⮡ They are always at odds.
- Είναι διαρκώς στα μαχαίρια.
- ⮡ I was at odds with him on/over several points.
- Διαφώνησα μαζί του σε πολλά σημεία.
- ⮡ They are always at odds.
- σε αντίθεση, είναι διαφορετικό από κάτι, όταν τα δύο πράγματα πρέπει να είναι ίδια
- ⮡ That is at odds with what you said yesterday.
- Αυτό βρίσκεται σε αντίθεση μ' αυτά που είπες χτες.
- ⮡ Your story is at odds with the facts.
- Η ιστορία σου βρίσκεται σε αντίθεση με τα γεγονότα.
- ⮡ That is at odds with what you said yesterday.
Πηγές
επεξεργασία- odds (idioms): be at odds (with somebody) (over/on something) - Oxford Learner's Dictionaries
- odds (idioms): be at odds (with something) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 233. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαφωνώ