ocelot
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ocelot < (άμεσο δάνειο) κλασική νάουατλ ocelotl
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ocelot (fr) αρσενικό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ocelot - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ocelot < (άμεσο δάνειο) γαλλική ocelot < κλασική νάουατλ ocelotl
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ocelot (it) αρσενικό
Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ocelot < (άμεσο δάνειο) γαλλική ocelot < κλασική νάουατλ ocelotl
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ocelot (nl) αρσενικό
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ocelot < (άμεσο δάνειο) γαλλική ocelot < κλασική νάουατλ ocelotl
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ocelot (pl) αρσενικό