Ετυμολογία

επεξεργασία
obsigno < ob + signo

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /obˈsiŋ.noː/

obsigno (la) (obsignō1, obsignāvī, obsignātum, obsignāre)

  1. υπογράφω
  2. σφραγίζω
  3. υποθηκεύω