Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔb.se.ni.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
obscénité obscénités

obscénité (fr) θηλυκό

  1. η αισχρότητα, η αισχροέπεια
  2. η χυδαιολογία
  3. η προστυχιά
  4. η βωμολοχία