Ετυμολογία

επεξεργασία
numérotage < → δείτε τις λέξεις numéroter και -age

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ny.me.ʁɔ.taʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
numérotage numérotages

numérotage (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία