npm
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- npm < node package manager
Συντομομορφή επεξεργασία
npm (en) αρκτικόλεξο
- (λογισμικό) συντομογραφία του node package manager: διαχειριστής πακέτου (package manager) για τη γλώσσα προγραμματισμού JavaScript
Υπερώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- npm στην αγγλική Βικιπαίδεια