nourrisson
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
nourrisson | nourrissons |
nourrisson (fr) αρσενικό
- το βρέφος
ενικός | πληθυντικός |
nourrisson | nourrissons |
nourrisson (fr) αρσενικό