nourricier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nourricier | nourriciers |
θηλυκό | nourricière | nourricières |
Επίθετο
επεξεργασίαnourricier (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nourricier | nourriciers |
θηλυκό | nourricière | nourricières |
nourricier (fr)