nosorożec
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαnosorożec (pl) < από τις λέξεις nos (pl) και róg (pl)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌnɔsɔˈrɔʒɛt͡s̑/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnosorożec (pl) αρσενικό
nosorożec (pl) < από τις λέξεις nos (pl) και róg (pl)
nosorożec (pl) αρσενικό