Πολωνικά (pl) επεξεργασία

 
nosorożec (1)

  Ετυμολογία επεξεργασία

nosorożec (pl) < από τις λέξεις nos (pl) και róg (pl)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌnɔsɔˈrɔʒɛt͡s̑/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

nosorożec (pl) αρσενικό