non-viable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnon-viable (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
non-viable | non-viables |
Επίθετο
επεξεργασίαnon-viable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μη βιώσιμος